ροικός

ροικός
Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Ρ. είχε χτίσει στη Σάμο έναν μεγάλο ναό, τον μεγαλύτερο από όσους είχε δει. Τον ναό αυτό της Ήρας αποτελείωσε ο εγγονός του, Θεόδωρος ο Σάμιος. Ο Πλίνιος πάλι αναφέρει πως έργο του Ρ. είναι ο τεράστιος λαβύρινθος της Λήμνου με τις 150 κολόνες, που τον κατασκεύασε μαζί με τον Αιγινίτη Σμίλιδα. Κατά τον Παυσανία, ο Ρ. εφεύρε τη χώνευση και χύτευση του χαλκού σε μήτρες και υπήρξε πρωτοπόρος στη χαλκοπλαστική τέχνη στην Ελλάδα.
* * *
-ή, -όν, Α
1. στρεβλός, κυρτωμένος (α. «μηροὶ ῥοικοί», Ιπποκρ.
β. «περί κνήμας ῥοικός», Αρχίλ.)
2. καμπύλος («ῥοικάν... κορύναν», θεόκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ ῥοικόν
η στρεβλότητα σκέλους, το να είναι παραμορφωμένο ένα σκέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥικνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥοικός — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …   Dictionary of Greek

  • ῥοικά — ῥοικός crooked neut nom/voc/acc pl ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc/acc dual ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικῶν — ῥοικός crooked fem gen pl ῥοικός crooked masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικόν — ῥοικός crooked masc acc sg ῥοικός crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικαῖς — ῥοικός crooked fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῖς — ῥοικός crooked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῖσιν — ῥοικός crooked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοί — ῥοικός crooked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῦ — ῥοικός crooked masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”